-
1 χρωματισμός
[хромат измос] ουσ. а. окрашивание, раскрашивание, окраска,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χρωματισμός
-
2 окраска
окрас||каж1. (действие) τό χρωμάτισμα, τό βάψιμο, ἡ βαφή·2. (цвет) τό χρῶμα, ὁ χρωματισμός·3. перен ἡ ἀπόχρωση, ὁ χρωματισμός, ἡ χροιά:стилистическая \окраскака слова ὁ χρωματισμός τοῦ λόγου (τοῦ λεκτικοῦ ὑφους). -
3 расцветка
-
4 цвет
-
5 расцветка
расцветкаж ὁ χρωματισμός:яркая \расцветка ὁ ζωηρός χρωματισμός. -
6 окраска
-и -θ.1. βαφή, βάψ ιμο χρωμάτ ισμα, μπογιάτισμα•окраска волос βάψιμο μαλλιών•
птица с пстрой -ой πουλί παρδαλό.
2. μτφ. χρωματισμός, χρώμα, χροιά•придать выступление политическую -у προσδίδω στην ομιλία πολιτική χροιά•
стилистическая окраска слова χρωματισμός του λόγου (ομιλίας).
-
7 расцветка
-и θ.1. στόλιση, -σμός.2. χρωματισμός, συνδυασμός χρωμάτων•пёстрая расцветка ποικίλος (παρδαλός) χρωματισμός.
-
8 вирирование
(в фотографии) о (μονόχρωμος) χρωματισμός ασπρόμαυρης φωτογραφίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вирирование
-
9 закраска
ο χρωματισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > закраска
-
10 крашение
ο χρωματισμός, το βάψιμοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > крашение
-
11 нанесение
1. (одного материала на другой) η επικάλυψη 2. (краски) о χρωματισμός 3. (ущерба) η προξένηση βλάβης/ζημιάς.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > нанесение
-
12 окраска
1. (процесс) о χρωματισμός, το βάψιμο 2. (покрытие) το χρώμα, η βαφή(цвет оттенок) το χρώμα, η απόχρωσηзащитная - тех. προστατευτικό -покровительственная - зоол. η ομοιοχρωμίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окраска
-
13 окрашивание
ο χρωματισμός, το βάψιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > окрашивание
-
14 плеохроизм
ο πλειοχροϊσμός, ο πλειο-χρωματισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плеохроизм
-
15 покрасить
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > покрасить
-
16 разрисовка
ο χρωματισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разрисовка
-
17 раскраска
(действие) о χρωματισμός, η βαφή, το βάψιμο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > раскраска
-
18 раскрашивание
(делать цветным, разноцветным) о χρωματισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раскрашивание
-
19 расцветка
ο χρωματισμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > расцветка
-
20 тон
1. (муз., физ.) о τόνοςчистый - καθαρός - 2 (цветовой) η απόχρωση, ο χρωματισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > тон
См. также в других словарях:
χρωματισμός — colouring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωματισμός — Στη μουσική σημαίνει διαδοχή ήχων, ακόμα και της ίδιας βαθμίδας της μουσικής κλίμακας, που διαφοροποιούνται με τη χρήση ορισμένων σημείων, τα οποία αλλοιώνουν το τονικό ύψος των φθόγγων οξύνοντας ή βαρύνοντάς το κατά ένα τόνο ή ημιτόνιο. Τέτοια… … Dictionary of Greek
χρωματισμός — ο 1. η πράξη του χρωματίζω, το βάψιμο. 2. χρώμα, απόχρωση: Το φόρεμα αυτό έχει καλό χρωματισμό. 3. για προφορικό ή για γραπτό λόγο, ποικιλία, τόνος, έκφραση: Ο λόγος του διακρινόταν για το χρωματισμό του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χρωματισμούς — χρωματισμός colouring masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρωματισμόν — χρωματισμός colouring masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροφυσική — Κλάδος της αστρονομίας που εξετάζει τη χημική σύνθεση και τη φυσική κατάσταση των ουράνιων σωμάτων, τη θερμοκρασία και τη σύσταση της ατμόσφαιράς τους, την ένταση και την ανάλυση του φωτός τους και, γενικότερα, αναπτύσσει μεθόδους για την… … Dictionary of Greek
βαφή — Διαδικασία κατά την οποία προσδίδεται στις υφαντικές ίνες, με την προσθήκη ειδικών ουσιών, ο επιθυμητός χρωματισμός. Πριν από τη β., οι ίνες ή το ύφασμα πλένονται προσεκτικά για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες που τις είχαν από την αρχή… … Dictionary of Greek
επίχρωση — η (AM ἐπίχρωσις) [επιχρῴζω] χρωματισμός μιας επιφάνειας, επιφανειακός μόνο χρωματισμός … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
κρυπτικός — ή, ό (Α κρυπτικός ή, όν) [κρυπτός] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κρύπτες τών χριστιανών 2. ιατρ. αυτός που αναφέρεται στις κρύπτες ενός οργάνου («κρυπτική αμυγδαλίτιδα») 3. φρ. βιολ. «κρυπτικός χρωματισμός» χρωματισμός που… … Dictionary of Greek
χρώμα — το, ατος 1. η οπτική εντύπωση που προέρχεται από την αντανάκλαση ορισμένων ακτίνων ή όλου του ηλιακού φωτός πάνω στην επιφάνεια των σωμάτων. 2. η χροιά του δέρματος του ανθρώπου: Το χρώμα των Αφρικανών αυτών είναι μαύρο. 3. μπογιά, βαφή. 4. στον… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)